- καθωραΐζω
- καθωραΐζω (Α)εξωραΐζω, ομορφαίνω κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ὡραΐζω (< ὡραῑος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καθωραίζω — κατά ὡραίζω beautify pres subj act 1st sg κατά ὡραίζω beautify pres ind act 1st sg καθωραΐζω , κατά ὡραίζω beautify pres subj act 1st sg καθωραΐζω , κατά ὡραίζω beautify pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)